λάσα

λάσα
(Lasa). Πόλη (139.822 κάτ. το 1998) της Κίνας, πρωτεύουσα της αυτόνομης κινεζικής περιοχής του Θιβέτ. Βρίσκεται στο κέντρο της πιο φιλόξενης ζώνης της χώρας, στη δεξιά όχθη του Kιί-τσου (παραποτάμου του Βραχμαπούτρα) και στη βορειοανατολική πλαγιά των Ιμαλαΐων, χτισμένη σε υψόμετρο 3.650 μ. Αποτελεί σημαντικό συγκοινωνιακό κόμβο μεταξύ της κοιλάδας του Γάγγη, της κοιλάδας του Γιανγκτσέ Κιάνγκ, του Κασμίρ και της Τσινγκχάι, γεγονός που ευνόησε τον ρόλο της ως αγοράς γεωργικών και ζωοτεχνικών προϊόντων της ευρύτερης περιοχής (μαλλιά, δέρματα, δημητριακά, τσάι κλπ.). H πόλη γνώρισε μετά το 1959 βαθιές μεταρρυθμίσεις και σήμερα έχει μερικά βιομηχανικά συγκροτήματα που λειτουργούν στους τομείς ειδών διατροφής, υφαντουργίας, χημικών προϊόντων και βυρσοδεψίας. Διαθέτει επίσης αεροδρόμιο. Ιστορία. Η πόλη (η ονομασία της σημαίνει θρόνος του Θεού) ιδρύθηκε το 639 μ.Χ., αποτελούσε πρωτεύουσα του Θιβέτ από τον 7ο αι. μ.Χ. και έδρα του Δαλάι Λάμα έως το 1959, παραμένοντας για αιώνες σχεδόν απρόσιτη στους ξένους· στο παρελθόν ήταν κυρίως γνωστή με την ονομασία απαγορευμένη πόλη. Η Λ. υπήρξε επί αιώνες τόπος προσκυνήματος, γιατί εκεί υπήρχαν τα ιερότερα θιβετιανά λείψανα. Tο 1720 κατελήφθη από τον Κινέζο αυτοκράτορα K’ανγκ-χσι, ο οποίος επενέβη στους θρησκευτικούς αγώνες της χώρας. Tο 1751 ιδρύθηκε ένα κινεζικό προτεκτοράτο στο Θιβέτ, το οποίο όμως έχαιρε ανεξαρτησίας από τις αρχές του 19ου αι. μέχρι τη δημιουργία της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας. Tο 1950 τα κινεζικά στρατεύματα κατέλαβαν την πόλη για να πραγματοποιήσουν την επαναπροσάρτηση του Θιβέτ, αλλά η σταθεροποίηση της κινεζικής ηγεμονίας έγινε μονάχα το 1959, όταν ο Δαλάι Λάμα υποχρεώθηκε να καταφύγει στην Ινδία. Στα Β της πόλης, η οποία μέχρι το 1959 αποτελούσε το σπουδαιότερο κέντρο του βουδισμού, υψώνεται από την κοιλάδα ένας λόφος στον οποίο είναι χτισμένη η περίφημη και μυστηριώδης Ποτάλα (17ος αι.), η έδρα του Δαλάι Λάμα. Τόσο εκεί όσο και στα περίπου τριάντα μοναστήρια που περιβάλλουν τη Λ. ζούσαν μερικές δεκάδες χιλιάδες μοναχών και βόνζων, οι οποίοι κατείχαν τις πολιτικές και θρησκευτικές εξουσίες και είχαν μία κοινωνική οργάνωση που παρέμενε ουσιαστικά φεουδαρχική. Μετά το 1958, όμως, με την προσάρτηση του Θιβέτ στην Κίνα και τη φυγή του Δαλάι Λάμα και μεγάλου αριθμού μοναχών στο εξωτερικό, η πόλη έχασε την κύρια θρησκευτική λειτουργία της, ενώ η κινεζική κυβέρνηση εφαρμόζει πολιτική εντατικής μεταμόρφωσης της οικονομικής και κοινωνικής διάρθρωσής της. Βλ. λ. Θιβέτ· Δαλάι Λάμα· Κίνα. Λάϊκή χαλκογραφία που εικονίζει το δυτικό τμήμα της Λάσα· στο κέντρο βρίσκεται η Ποτάλα, οχυρωμένο μοναστήρι του 17ου αι., ένα από τα σημαντικότερα προσκυνήματα του λαμαϊσμού. Θιβετιανό ζωγραφικό έργο του 18ου αι., το οποίο απεικονίζει τη Λάσα, την πρωτεύουσα της περιοχής του Θιβέτ (ιδιωτική συλλογή).
* * *
λάσα (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «τράπεζα πληρεστάτη».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. θα πρέπει να διορθωθεί σε λασία, θηλ. τού επιθ. λάσιος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λάσασα — λάσᾱσα , λάζω aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θιβέτ — (θιβετιανά Μποντιούλ, κινεζικά Τσαγκ ΤαγκΞιζάγκ). Ιστορική και γεωγραφική περιοχή (1.220.000 τ. χλμ., 2.620.000 κάτ. το 2000), η οποία από το 1951 αποτελεί αυτόνομη περιοχή της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας. Πρωτεύουσα είναι η Λάσα. Η περιοχή… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Λασαίος — Λασαῑος, ὁ (Α) αυτός που κατάγεται από τη Λάρισα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Λάσα, άλλη ονομ. τού Λάρισα] …   Dictionary of Greek

  • λαμαϊσμός — Μορφή του βουδισμού Μαχαγιάνα στο Θιβέτ και στη Μογγολία, διαμορφωμένη υπό την επίδραση τοπικών σαμανικών και μπον πο παραδόσεων. Ο βουδισμός εισήχθη στο Θιβέτ τον 7o αι. από τον βασιλιά Σρον τσαν Γκαμπό· παρά την εχθρότητα του ιθαγενούς κλήρου… …   Dictionary of Greek

  • Δαλάι Λάμα — Τίτλος του εκάστοτε πνευματικού και –μέχρι το 1950– πολιτικού αρχηγού του Θιβέτ, που θεωρείται ζωντανή ενσάρκωση του βοδισάτβα Αβαλοκιτεσβάρα (συμβόλου μίας από τις πιο ανθρώπινες πράξεις του Βούδα, δηλαδή του ελέους) ή Παντμαπάνι. Αρχικά ο Δ.Λ …   Dictionary of Greek

  • σινοθιβετανικές γλώσσες — Οικογένεια γλωσσών (λέγονται επίσης ινδοκινεζικές ή θιβετοκινεζικές) που τις μιλούν αρκετά εκατομμύρια ανθρώπων στη νοτιοανατολική Ασία. Οι αμοιβαίες σχέσεις μεταξύ των γλωσσικών ομάδων που αποτελούν αυτή την οικογένεια δεν έχουν ασφαλώς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”